- δρύοχα
- δρύοχοιprops: neut nom /voc /acc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
δρύοχα — δρύοχοι props neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρύοχος — ο (AM δρύοχος) (πληθ. δρύοχοι και δρύοχα) τα υποστηρίγματα όπου στηρίζεται η τρόπιδα ναυπηγούμενου πλοίου, σχάρα, σκαρί νεοελλ. κάθε χοντρό τετραγωνισμένο δοκάρι που σχηματίζει την τρόπιδα τού πλοίου (κν. βουβό) αρχ. δάσος, δρυμός … Dictionary of Greek